- ἀχορήγητος
- ἀχορήγ-ητος, ον,A without supplies, IG12.187, Arist.EN1099a33;
ἀ. τῶν ἀναγκαίων Id.Pol.1288b32
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀ. τῶν ἀναγκαίων Id.Pol.1288b32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αχορήγητος — η, ο (AM ἀχορήγητος, ον) [χορηγώ] αυτός στον οποίο δεν χορηγήθηκε κάτι νεοελλ. εκείνος που δεν έχει ακόμη χορηγηθεί … Dictionary of Greek
ἀχορήγητον — ἀχορήγητος without supplies masc/fem acc sg ἀχορήγητος without supplies neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχορηγήτοις — ἀχορήγητος without supplies masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχορηγήτου — ἀχορήγητος without supplies masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχορηγήτους — ἀχορήγητος without supplies masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχορήγητοι — ἀχορήγητος without supplies masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχορηγησία — ἀχορηγησία και ἀχορηγία, η (Α) έλλειψη προμηθειών ή εφοδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχορηγησία < αχορήγητος και ο τ. αχορηγία < α στερ. + χορηγία] … Dictionary of Greek